σακάκι

σακάκι
το, Ν [σάκ(κ)ος]
1. ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι που καλύπτει το επάνω μέρος τού σώματος και τα χέρια
2. μικρός σάκος, σακίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σακάκι — το ιού 1. είδος αντρικού ενδύματος: Έραψε καινούριο σακάκι. 2. σακίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • κουστούμι — και κοστούμι, το 1. το σύνολο όλων τών εξωτερικών ενδυμάτων, περιβολή, φορεσιά 2. ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα 3. το ιδιαίτερο ένδυμα που φοριέται τις απόκριες ως στολή, καθώς και εκείνο που φορούν οι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • βέστα — η 1. ένδυμα, συνήθως μακρύ 2. βασιλική τήβεννος 3. αντρικό σακάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vesta] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ευρωπαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε… …   Dictionary of Greek

  • ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • μεσάτος — η, ο 1. (για ρούχα) αυτός που είναι ραμμένος έτσι ώστε να στενεύει και να ακολουθεί τη γραμμή τής μέσης («μεσάτο σακάκι») 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει λεπτή μέση 3. (για δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση («μεσάτη μπουκάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”